Η αποκαρδιωτική οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στη χώρα μας του ιδιωτικού τομέα, αποτυπώνεται στη μελέτη της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (ETUC), που πρόσφατα δόθηκε στη δημοσιότητα.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, σχεδόν 82.000 εργαζόμενοι στη χώρα μας αδυνατούν να απολαύσουν ολιγοήμερες διακοπές, έστω μίας εβδομάδας σε τουριστικό κατάλυμα. Σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία διενεργήθηκε στο πλαίσιο της βελτίωσης των εισοδημάτων των Ευρωπαίων εργαζομένων, η Κύπρος κατέχει την τέταρτη χειρότερη θέση σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, με 79,2%. Η Ελλάδα είναι η πρωταθλήτρια με τη χειρότερη επίδοση με 88,9% (1,38 εκατ. εργαζόμενους), ακολουθεί η Ρουμανία με 86,8%, η Κροατία με 84,7%η Κύπρος και η πεντάδα συμπληρώνεται με τη Σλοβακία, 76,1%.
Το δικαίωμα της ανάπαυσης από κοινωνικό αγαθό αποτελεί για μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα πολυτέλεια. Η επάρκεια των εισοδημάτων αυτών των 82.000 εργαζομένων, έχει υποχωρήσει σε τέτοιο βαθμό που δεν αντέχουν το κόστος της ανάπαυσης.
Τη συρρίκνωση των μισθών και των δικαιωμάτων, για την πλειοψηφία των εργαζομένων, κυρίως του ιδιωτικού τομέα, σηματοδότησε στην Κύπρο η οικονομική κρίση του 2013 και διογκώθηκε με την πανδημική κρίση. Η εργοδοσία με πρόσχημα την υπαρκτή οικονομική και πανδημική κρίση εκμεταλλεύτηκε τις δυσμενείς συνθήκες ως ένα ανώφλι και εξαπέλυσε νέα επίθεση κατά των εργασιακών δικαιωμάτων.
Πρωτοστάτες αυτής της σφοδρής επίθεσης οι ηγεσίες της ΟΕΒ και του ΚΕΒΕ. Οι μισθοί κατρακύλησαν στα €800-1000 μηνιαίως, όταν το κόστος ζωής ανέβηκε δραστικά. Οι ηγεσίες της ΟΕΒ και του ΚΕΒΕ καλούνται να αντιληφθούν ότι η επίλυση των προβλημάτων των επιχειρήσεων δεν επέρχεται με τη συρρίκνωση των μισθών, την οικονομική καταπίεση και την αποκαρδίωση της μεγάλης μάζας των εργαζομένων, αλλά οι λύσεις θα βρεθούν μέσα από την ένδειξη εκτίμησης, την εμπιστοσύνη, την ενθάρρυνση, τη συνεχή εκπαίδευση και την παροχή κινήτρων προς το προσωπικό τους, που χωρίς αυτό δεν θα είχαν τίποτε μεγάλο και σοβαρό να επιδείξουν.
Αντιμέτωποι με τη δραματική μείωση των μισθών, σε μικρότερο βαθμό σε σύγκριση με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, είναι οι κρατικοί υπάλληλοι, κυρίως οι χαμηλόμισθοι.
Η ΑΣΔΥΚ θεωρεί ότι, διαχρονικά η Πολιτεία, κυβερνήσεις και κόμματα, φέρουν βαριές ευθύνες για την οικονομική δυσπραγία που βιώνουν χιλιάδες οικογένειες. Επέτρεψαν με τις πολιτικές τους ή και την απροθυμία τους να περιορίσουν τις επιδιώξεις της ΟΕΒ και του ΚΕΒΕ με αποτέλεσμα, μισθοσυντήρητοι εργαζόμενοι, συνταξιούχοι και άλλες κοινωνικές ομάδες να ζουν στα όρια της φτώχειας. Κυβερνήσεις και κόμματα είχαν υποχρέωση να σταθούν ανάχωμα και να αποκρούσουν της επιδιώξεις και τις πολιτικές της εργοδοτικής επίθεσης. Επιδείχθηκε ολιγωρία στην ισχυροποίηση της θέσης του εργαζόμενου, συνδικαλιστικά οργανωμένου και μη, μέσω της θέσπισης δια νομοθεσίας κατώτατου μισθού για όλα ανεξαιρέτως τα επαγγέλματα.
Ένα άλλο εργαλείο προστασίας των εργαζομένων είναι η δια νομοθεσίας κατοχύρωση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων. Αίτημα που εγείρει το συνδικαλιστικό κίνημα, πλην όμως, προσκρούει στις ηγεσίες της ΟΕΒ και του ΚΕΒΕ.
Επιπλέον, είναι πλέον υπαρκτή η ανάγκη εισαγωγής νέων και η ενίσχυση υφιστάμενων σχεδίων προώθησης κοινωνικού τουρισμού.
Η Κυβέρνηση και ειδικότερα το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους καλούνται να αναζητήσουν και άλλες εναλλακτικές και να σταθούν αλληλέγγυοι προς τις χιλιάδες των εργαζομένων των οποίων ο οικογενειακός προϋπολογισμός δεν αντέχει σε ολιγοήμερη ανάπαυση.
Η ψαλίδα της κοινωνικής ανισότητας είναι ορατή. Η Πολιτεία καλείται να επιδείξει έμπρακτα κοινωνική αλληλεγγύη προς τους λιγότερο ευημερούντες.
5 Αυγούστου, 2021